υδριαφόρος

υδριαφόρος
-ον, Α
1. (ιδίως για τις γυναίκες τών μετοίκων κατά την πομπή τών Παναθηναίων) αυτός που μεταφέρει υδρία
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδριαφόροι
(κατά τον Ησύχ.) μέτοικοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρία + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑδριαφόρε — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδριαφόροι — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδριαφόρον — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδριαφόρους — ὑδριαφόρος pitchercarrier masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”